Αρχική -> Γραμματική -> Επίθετα
Επίθετα
Ε1
-ος, -η, -ο
Αρσενικό ♂ | Θηλυκό ♀ | Ουδέτερο ø | |||
Ενικός αριθμός | |||||
ο
του τον - |
καλός καλού καλό καλέ |
η της τη(ν) - |
καλή καλής καλή καλή |
το του το - |
καλό καλού καλό καλό |
Πληθυντικός αριθμός | |||||
οι των τους - |
καλοί καλών καλούς καλοί |
οι των τις - |
καλές καλών καλές καλές |
τα των τα - |
καλά καλών καλά καλά |
Να σου γνωρίσω έναν καλό φίλο. / Γνώρισα μερικούς καλούς ανθρώπους.
Βρήκε μια καλή δουλειά. / Καλές διακοπές! / Σας εύχομαι καλό ταξίδι! /
Είναι πολύ καλά παιδιά.
Ε2
-ος,
-α, -ο
Αρσενικό ♂ | Θηλυκό ♀ | Ουδέτερο ø | |||
Ενικός αριθμός | |||||
ο
του τον - |
νέος νέου νέο νέε |
η της τη(ν) - |
νέα νέας νέα νέα |
το του το - |
νέο νέου νέο νέο |
Πληθυντικός αριθμός | |||||
οι των τους - |
νέοι νέων νέους νέοι |
οι των τις - |
νέες νέων νέες νέες |
τα των τα - |
νέα νέων νέα νέα |
Ο νέος μου συγκάτοικος είναι από τη Γεωργία. / Είναι όλοι τους νέοι
άνθρωποι. / Μιλούσε με μια νέα κοπέλα. / Έλα να σου δείξω το νέο μου
σπίτι.
Ε3
-ος,
-ιά /
-ή, -ο
Αρσενικό ♂ | Θηλυκό ♀ | Ουδέτερο ø | ||||
Ενικός αριθμός | ||||||
ο
του τον
- |
ξανθός ξανθού ξανθό ξανθέ |
η της τη(ν) - |
ξανθιά ξανθιάς ξανθιά ξανθιά |
ξανθή ξανθής ξανθή ξανθή |
το του το - |
ξανθό ξανθού ξανθό ξανθό |
Πληθυντικός αριθμός | ||||||
οι των τους - |
ξανθοί ξανθών ξανθούς ξανθοί |
οι των τις - |
ξανθιές ξανθιών ξανθιές ξανθιές |
ξανθές ξανθών ξανθές ξανθές |
τα των τα - |
ξανθό ξανθού ξανθό ξανθό |
Ένας ξανθός άντρας / Μια ξανθιά κοπέλα / Ένα ξανθό παιδί.
Ε4
-ής,
-ιά,
-ί
Αρσενικό ♂ | Θηλυκό ♀ | Ουδέτερο ø | |||
Ενικός αριθμός | |||||
ο
του τον
- |
θαλασσής θαλασσιού
/ θαλασσή θαλασσή θαλασσή |
η της τη(ν) - |
θαλασσιά θαλασσιάς θαλασσιά θαλασσιά |
το του το - |
θαλασσί θαλασσιού θαλασσί θαλασσί |
Πληθυντικός αριθμός | |||||
οι των τους - |
θαλασσιοί θαλασσιών θαλασσιούς θαλασσιοί |
οι των τις - |
θαλασσιές θαλασσιών θαλασσιές θαλασσιές |
τα των τα - |
θαλασσιά θαλασσιών θαλασσιά θαλασσιά |
Ο ουρανός είναι θαλασσής. / Φοράει ένα θαλασσί πουκάμισο και μια θαλασσιά φούστα.
Ε5
-ύς,
-ιά,
-ύ
Αρσενικό ♂ | Θηλυκό ♀ | Ουδέτερο ø | |||
Ενικός αριθμός | |||||
ο
του τον |
βαθύς βαθιού /
του βαθύ βαθύ βαθιέ |
η της τη(ν) - |
βαθιά βαθιάς βαθιά βαθιά |
το του το - |
βαθύ βαθιού βαθύ βαθύ |
Πληθυντικός αριθμός | |||||
οι των τους - |
βαθιοί βαθιών βαθιούς βαθιοί |
οι των τις - |
βαθιές βαθιών βαθιές βαθιές |
τα των τα - |
βαθιών βαθιά βαθιά |
Ο
ποταμός
είναι βαθύς.
/ Η
θάλασσα
είναι βαθιά.
/ Τα
τραύματα
είναι βαθιά.
Ε6
-ης,
-α,
-ικο
Αρσενικό ♂ | Θηλυκό ♀ | Ουδέτερο ø | |||
Ενικός αριθμός | |||||
ο
του τον - |
γκρινιάρης γκρινιάρη γκρινιάρη γκρινιάρη |
η της τη(ν) - |
γκρινιάρα γκρινιάρας γκρινιάρα γκρινιάρα |
το του το - |
γκρινιάρικο γκρινιάρικου γκρινιάρικο γκρινιάρικο |
Πληθυντικός αριθμός | |||||
οι των τους - |
γκρινιάρηδες
γκρινιάρηδων γκρινιάρηδες
γκρινιάρηδες
|
οι των τις - |
γκρινιάρες - γκρινιάρες γκρινιάρες |
τα των τα - |
γκρινιάρικα γκρινιάρικων γκρινιάρικα γκρινιάρικα |
Είναι πολύ γκρινιάρης άνθρωπος. / Μην είσαι γκρινιάρα. / Τι
γκρινιάρικα παιδάκια!
Ε7
-ων,
-ουσα,
-ον
Αρσενικό ♂ | Θηλυκό ♀ | Ουδέτερο ø | |||
Ενικός αριθμός | |||||
ο του τον - |
επείγων επείγοντος επείγοντα επείγων |
η της τη(ν) - |
επείγουσα επείγουσας επείγουσα επείγουσα |
το του το - |
επείγον επείγοντος επείγον |
Πληθυντικός αριθμός | |||||
οι των τους - |
επείγοντες επειγόντων επείγοντες |
οι των τις - |
επείγουσες επειγουσών επείγουσες επείγουσες |
τα των τα - |
επείγοντα επειγόντων επείγοντα επείγοντα |
Μια
επείγουσα
κατάσταση.
/ Ένα επείγον
τηλεφώνημα.
/ Επείγοντα
περιστατικά.
Ε8
-ης,
-ης,
-ες
Αρσενικό ♂ - Θηλυκό ♀ | Ουδέτερο ø | ||
Ενικός αριθμός | |||
ο
/ η του
/ της τον
/ τη(ν) - |
ακριβής ακριβούς ακριβή ακριβή |
το του το - |
ακριβές ακριβούς ακριβές ακριβές |
Πληθυντικός αριθμός | |||
οι των τους
/ τις - |
ακριβείς ακριβών ακριβείς ακριβείς |
τα των τα - |
ακριβή ακριβών ακριβή |
Είναι
ακριβής
στα ραντεβού
του / Ποια
είναι η
ακριβής ώρα;
/ Μου έδωσαν ακριβείς
οδηγίες. / Έχω
ένα πολύ ακριβές
ρολόι.