Ο Μπαχίρι* είναι «γνώριμος» της ομάδας συνοδειών της ΜΕΤΑδρασης. Μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο έχει συνοδευθεί συνολικά εφτά φορές, τόσο από επισφαλείς συνθήκες όσο και από τα safe zones, περιμένοντας να ολοκληρωθεί επιτέλους η μετεγκατάστασή του σε χώρα της Ευρώπης. Ένα ακόμα παιδί σε κατάσταση limbo, εξαιτίας των περίπλοκων γραφειοκρατικών διαδικασιών και της καθυστερημένης ανταπόκρισης εκ μέρους των κρατών-μελών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης.
Ο Στέλιος, μέλος της συντονιστικής ομάδας της ΜΕΤΑδρασης που συνόδευσε τον Μπαχίρι την έβδομη φορά, διηγείται την εμπειρία του:
«Συνάντησα τον Μπαχίρι σε αστυνομικό τμήμα της Αθήνας, έξω από το κρατητήριο. Ένα αγόρι μόλις 16 ετών που βρίσκεται μόνο του στην Ελλάδα εδώ και τρία χρόνια. Αν και έχει περάσει το βράδυ σ’ ένα κελί μαζί με άλλους 10-15 ενήλικους κρατούμενους, είναι ψύχραιμος και συγκροτημένος. Τον ρώτησα αν έχει κοιμηθεί κι αν έχει φάει. Μου απάντησε θετικά, πως είναι καλά και πως είχε έρθει μόνος του στο αστυνομικό τμήμα, με την ελπίδα να βρεθεί σε κάποια δομή φιλοξενίας για όσο αναμένει τη μετεγκατάστασή του σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Συνόδευσα τον Μπαχίρι έως την Ανοιχτή Δομή Ελευσίνας. Στον λίγο χρόνο που μοιραστήκαμε κατά τη διάρκεια της συνοδείας, η επικοινωνία μας ήταν άμεση και ειλικρινής. Ήταν εντυπωσιακό πόσο καλά μιλούσε και καταλάβαινε τα Ελληνικά στα τρία χρόνια που βρίσκεται στη χώρα μας!
Πλησιάζοντας στη Δομή, μπροστά στο θέαμα των μεγάλων φορτηγών-πλοίων που αγκυροβολούν στην Ελευσίνα εξέφρασε το δέος του. Μου είπε πως γνωρίζει από μεγάλα πλοία. Τον κοίταξα με απορία. «Από εδώ που βρισκόμαστε, τα πλοία φαίνονται πράγματι μεγάλα», είπε, «αλλά για να καταλάβεις πόσο μεγάλα είναι, θα πρέπει να πας πολύ πιο κοντά».
Για να σβήσει την απορία από το βλέμμα μου, μου διηγήθηκε τις πρώτες στιγμές της εισόδου του στην Ελλάδα. «Ήμασταν 50 άτομα σε μια βάρκα. Το μόνο που γνωρίζαμε ήταν ότι απέναντί μας βρισκόταν ένα νησί κι ότι εκεί έπρεπε να φτάσουμε. Κάποια στιγμή πλησίασε από πίσω μας ένα σκάφος με τα χρώματα της Τουρκίας. Και λίγο μετά, ένα άλλο σκάφος με ελληνική σημαία. Ήταν πραγματικά πολύ μεγάλα. Μόνο όταν έφτασαν δίπλα μας κατάλαβα πόσο μεγάλα ήταν. Και από τα δύο σκάφη μας φώναζαν κι εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου να κωπηλατεί με τα χέρια , προσπαθώντας απεγνωσμένα να φτάσω στο νησί που έβλεπα στο βάθος. Δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω. Τι κι αν ήμουν τόσο μικρός δίπλα σε αυτά τα σκάφη… Έπρεπε να τα καταφέρω».
Είχα μείνει άφωνος από την περιγραφή. Πλησιάζαμε στον προορισμό μας και πριν τον αποχαιρετήσω του τόνισα πόσο σημαντικό είναι αυτή τη φορά να παραμείνει στη Δομή για να μπορέσει να φύγει με την προγραμματισμένη πτήση για τη χώρα που θα τον φιλοξενήσει. Έγνεψε καταφατικά, με ευχαρίστησε και ακολούθησε το προσωπικό της Δομής. Ήξερε πως δεν θα αισθανθώ ποτέ πραγματικά το πόσο μικρός ένιωσε ανάμεσα στα σκάφη των ακτοφυλακών – τον φόβο και την αγωνία του. Ήταν όμως ικανοποιημένος που με είδε να προσπαθώ».
*Το όνομα του παιδιού έχει αλλάξει για την προστασία των προσωπικών του δεδομένων.