H Ζωή Αλεξούλη, ψυχολόγος σε Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων, την οποία επισκέφτηκαν τα ασυνόδευτα παιδιά της δομής φιλοξενίας της ΜΕΤΑδρασης στην Αθήνα, έγραψε το παρακάτω κείμενο, εμπνευσμένη από τη διάδραση με τα παιδιά πρόσφυγες:
Οι διαφορές μας, μας ενώνουν
«Με τα πόδια περάσαμε τα σύνορα. Τέσσερις μέρες περπάτημα. Κοιμόμασταν στο δάσος κι ακούγαμε τους λύκους και ήταν θεοσκότεινα. Με το λιγοστό φαγητό που μοιραζόμασταν αντέξαμε, για να μας βρούνε στα σύνορα και να μας γυρίσουν πίσω. Και ξανά από την αρχή. Μέχρι να φτάσουμε στη γη της επαγγελίας. Να πεινάμε και να μην έχουμε ούτε ευρώ στην τσέπη. Να μυρίζουμε από την απλυσιά, με τα ίδια βρώμικα σκισμένα ρούχα και λιωμένα παπούτσια». Δεν τα φαντάστηκα όλα αυτά. Όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της πραγματικότητας και μου τα έχουν διηγηθεί.
Αναρωτήθηκες ποτέ πώς είναι να φεύγεις, χωρίς εσύ να το έχεις επιλέξει, αφήνοντας πίσω ολόκληρα κομμάτια του εαυτού σου; Πώς είναι να τρέχεις για να σωθείς; Πώς είναι να παίζεις τη ζωή σου κορώνα-γράμματα, να διασχίζεις θάλασσες χωρίς να ξέρεις πού πηγαίνεις; Αναρωτιέσαι ποτέ πώς είναι να χάνεις το σπίτι σου, την ασφάλειά σου, τους αγαπημένους σου; Αναμνήσεις πεταμένες σε χαλάσματα. Πόσος πόνος, πόσα δάκρυα πνίγονται σε παγωμένα νερά;
Με τι κουράγιο κουβαλάς με ματωμένα πόδια το παιδί σου στην πλάτη σου, διασχίζεις τα σύνορα πεινασμένος, εξαθλιωμένος, με την ελπίδα να του χαρίσεις ένα καλύτερο αύριο; Με τη δύναμη που σου δίνει η σκέψη ότι η ζωή συνεχίζεται και πρέπει να παλέψεις για να την κερδίσεις. Να νικήσεις τον εαυτό σου. Να τον ξεπεράσεις.
Και να φτάνεις και να αντικρίζεις το πρόσωπο της πραγματικότητας σκληρό και τραχύ, όπως το πρόσωπο που αντικρίζεις κοιτάζοντας τον καθρέφτη σου. Και άθελά σου προκαλείς το φόβο, γιατί πλέον έγινες άλλος ένας «ξένος». Και πρέπει να συνεχίσεις να παλεύεις. Κι ο αγώνας συνεχίζεται, όπως η ζωή. Και η ζωή άλλωστε ένας αγώνας δεν είναι;
Κι αν είσαι παιδί; Τα παιδιά πρέπει να παίζουνε στις αλάνες όχι να παλεύουνε με τα κύμματα. Να ξεβράζονται πεθαμένα στη στεριά… Κι αν βρέθηκες μόνος σε κάποιον ξενώνα προσφύγων; Τότε ίσως αισθάνεσαι τυχερός μέσα στην ατυχία σου. Οι άνθρωποι εκεί κατανοούν την αδικία που συντελείται εν αγνοία σου και βρίσκονται εκεί για να σε βοηθήσουν. Γιατί νιώθουν τον πόνο σου. Γιατί είναι άνθρωποι. Τόσο απλά.
Η κοινωνική λειτουργός της δομής φιλοξενίας ασυνόδευτων παιδιών της ΜΕΤΑδρασης, επικοινώνησε μαζί μου και κανονίσαμε να μας επισκεφτούν παιδιά σε Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων όπου εργάζομαι, για μια διαγενεακή δράση. Μαζευτήκαμε στην τραπεζαρία της Μονάδας και ξεκινήσαμε να γνωριζόμαστε. Άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών, διαφορετικού χρώματος και κουλτούρας. Καμία διαφορά δε στάθηκε εμπόδιο στην ανάγκη μας για επικοινωνία. Οι διαφορές είναι για να ενώνουν τους ανθρώπους, για να τους φέρνουν πιο κοντά. Η διαφορετικότητα είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη ύπαρξη, όπως η ανάγκη μας για επικοινωνία.
Συνοδεία εθελοντή μουσικού τραγουδήσαμε κάποια γνωστά σε όλους τραγούδια. Είχαμε εκτυπώσει τις σημαίες τους. Μας μίλησαν για την πατρίδα τους και τις οικογένειες τους. «Δεν έχω γονείς» είπε ο μικρός και ο χρόνος σταμάτησε για λίγο. Αυτή η σιγή που απλώθηκε στο χώρο κι έκανε τα μάτια μας να πονέσουν για να μη στάξουν. Πόσο πολύ ήθελα να τον αγκαλιάσω. Πώς να ελαφρύνεις την ατμόσφαιρα; Πώς να συγκρατηθείς όταν σε κοιτάζει στα μάτια και σου λέει ανέκφραστα «δεν έχω γονείς»; Πώς μπορείς να μην τον αγαπάς; Πώς μπορείς να μην εύχεσαι να είχες ένα μαγικό ραβδί να του κλέψεις τη θλίψη από τα μάτια;
Δεν υπάρχουν μαγικά ραβδιά κι ας αφήσουμε τους μελοδραματισμούς. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που αγωνίζονται για ένα καλύτερο μέλλον. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που δεν ξέχασαν την ιδιότητά τους και παρέμειναν ανθρώπινοι. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι. Μια μπάλα είναι που γυρίζει και ποτέ δεν ξέρεις σε ποιο μέρος θα βρεθείς. Μια μικρούλα από τον ξενώνα ζήτησε να μας αγκαλιάσει. Σε έσφιγγε και δε σε άφηνε από πάνω της. Μας χάρισες την πιο όμορφη εικόνα μικρή μου. Πόση χαρά έδωσες στην κυρία Ελένη, πόσες όμορφες εικόνες της έφερες στο μυαλό. Σου χαρίζω κάποιες λέξεις που στριγγλίζουν στο μυαλό μου. Το λιγότερο που μπορώ να κάνω για σένα και για μένα.
Ρώτησα τον άνθρωπο
«Τι ώρα είναι;»
«Ώρα που δεν μπορούμε να κρυβόμαστε άλλο από τον εαυτό μας» απάντησε.
Κάτι τέτοιες ώρες
ο ορίζοντας,
χωρίζοντας τους μεν από τους δε,
απλώνεται.
Χωρίς τελειωμό.
Μπουσουλάει, διπλώνεται και ξεβράζεται σε λασπόνερα.
Πίνουν νερό από εκεί τα παιδιά.
«Το παιδί, το παιδί πνίγεται»
Η βάρκα βουλιάζει.
Ο άνθρωπος στέκει και κοιτάζει.
Απλώνω το χέρι μου.
Πιάσε με.
Κράτησε μου το χέρι σφιχτά.
Μπορούμε να σωθούμε.