Η εφημερίδα Independent δημοσιεύει την ιστορία της Yara, ενός κοριτσιού που έχασε την οικογένειά της στο Αιγαίο και απελάθηκε από τη Σουηδία μόλις ενηλικιώθηκε.
Διαβάστε το άρθρο στα αγγλικά, εδώ.
Παρακάτω η μετάφρασή στα ελληνικά.
Κορίτσι πρόσφυγας που η οικογένειά του πνίγηκε στη Μεσόγειο απελάθηκε από τη Σουηδία μόλις έκλεισε τα 18
Η Yara έχασε τους γονείς και τα αδέρφια της κατά την προσφυγική κρίση του 2015. Η υπόθεσή της περιγράφεται ως «ένα ζωντανό παράδειγμα της ευρωπαϊκής αναλγησίας», γράφει ο Samuel Lovett
Η Yara* είχε μόλις κλείσει τα 14 όταν έχασε τους γονείς και τα τρία αδέρφια της στα νερά του Αιγαίου.
Η οικογένεια από το Αφγανιστάν, ήταν μία από τις πολλές που επιδίωξαν να πραγματοποιήσουν το επικίνδυνο ταξίδι με βάρκα από την Τουρκία στη Λέσβο στις 28 Οκτωβρίου του 2015. Δυστυχώς, το ταξίδι κατέληξε σε μία απίστευτη τραγωδία, όταν η βάρκα αναποδογύρισε και περίπου 70 άτομα χάθηκαν στα κύματα.
Εκείνη η φθινοπωρινή ημέρα σηματοδότησε την έναρξη ενός τραυματικού και μακροχρόνιου ταξιδιού για την Yara μέσα στη γραφειοκρατία της σύγχρονης Ευρώπης, η οποία απορρίπτει χωρίς δεύτερη σκέψη και φέρεται με απάνθρωπους όρους σε όσους τυχαίνει να έχουν γεννηθεί εκτός των συνόρων της ηπείρου.
Η Yara, μαζί με χιλιάδες άλλους πρόσφυγες που αναζητούσαν καταφύγιο την περίοδο της κορύφωσης της προσφυγικής κρίσης το 2015, στο διάστημα αυτών των πέντε ετών αναγκάστηκε να υποστεί επανειλημμένες μετεγκαταστάσεις και απορρίψεις, οι οποίες κατέληξαν στην απέλαση.
Και καθώς ο Covid-19 συνεχίζει να σαρώνει την υφήλιο, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την ευαλωτότητα όλων όσων αναζητούν άσυλο, το μέλλον της παραμένει πιο αβέβαιο από ποτέ.
Η Yara έχει ελάχιστες αναμνήσεις από τον ένα μήνα που πέρασε στη Λέσβο. Θυμάται ότι κοιμόταν έξω, ότι είχε μόνο βρώμικο νερό για να πιει και ότι βρέθηκε αντιμέτωπη με τα ανώνυμα πρόσωπα άλλων επιζώντων προσφύγων αλλά και εκπροσώπων ανθρωπιστικών οργανώσεων. «Προσπάθησα να τα ξεχάσω όλα αυτά» λέει. «Πέθανα σ’ εκείνο το νησί».
Ωστόσο, ποτέ δεν έχασε την ελπίδα ότι η οικογένειά της θα εμφανιζόταν κάποια στιγμή στο νησί. «Τους περίμενα» λέει. «Πίστευα ότι θα μπορούσα να τους βρω. Πονούσα τόσο πολύ».
Αφού διασώθηκε από το ναυάγιο, η Yara μεταφέρθηκε με αεροπλάνο από τη Λέσβο στην ηπειρωτική χώρα τον Νοέμβριο του 2015 – υπέφερε από σοβαρά συμπτώματα συνδρόμου μετατραυματικού στρες τα οποία δεν της επέτρεπαν να αντέξει το ταξίδι στη θάλασσα – και τοποθετήθηκε αρχικά σε δομή φιλοξενίας για ασυνόδευτους ανήλικους στην Αθήνα. Μόνη και χωρίς να μπορεί να μιλήσει ελληνικά, κάθε φορά που προσπαθούσε να διηγηθεί σε τρίτους τι είχε συμβεί στους γονείς και τα αδέρφια της (τα σώματα των οποίων μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί) έπεφτε σε βαθιά θλίψη. Λόγω αυτής της έντονης συναισθηματικής δυσφορίας, η Yara τοποθετήθηκε από τη ΜΕΤΑδραση – μια ελληνική ανθρωπιστική οργάνωση της Κοινωνίας των Πολιτών – σε ανάδοχη οικογένεια. Παρέμεινε εκεί τον επόμενο ενάμιση χρόνο.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Yara διατηρούσε επικοινωνία με μία μακρινή θεία της μητέρας της, την Christine*, η οποία ζούσε στη Στοκχόλμη και από την πρώτη στιγμή είχε δηλώσει ότι επιθυμούσε να της προσφέρει ένα σπιτικό. Καθώς η ΜΕΤΑδραση ασκούσε πίεση στις σουηδικές αρχές να διευκολύνουν την οικογενειακή επανένωση, η Yara μιλούσε καθημερινά με την Christine. Η προοπτική μιας νέας ζωής στη Σουηδία είχε αρχίσει να παίρνει μορφή στο μυαλό της.
«Άρχισα να πιστεύω ότι θα μπορούσα να έχω ξανά μια οικογένεια» λέει. «Με τη θεία μου μοιραζόμασταν αναμνήσεις, ένα κοινό παρελθόν. Οι συνομιλίες μαζί της με βοηθούσαν να αποκτήσω έναν στόχο πάλι στη ζωή μου». Η Christine ήταν η μοναδική συγγενής που της είχε απομείνει. Δεν υπήρχε κανείς να την φροντίσει στην πατρίδα της. Η οικογένειά της είχε εγκαταλείψει το Αφγανιστάν εξαιτίας απειλών κατά της ζωής του πατέρα της, δημοσιογράφου στο επάγγελμα, που τον είχε στοχοποιήσει το καθεστώς των Ταλιμπάν. Με την Christine και τα δύο της παιδιά, η Yara είχε την ευκαιρία να κάνει μια νέα αρχή.
Όταν το αίτημα ασύλου έγινε αποδεκτό από την Ελλάδα, προχώρησε σε έκδοση διαβατηρίου τον Νοέμβριο του 2017, προκειμένου να μπορέσει να ταξιδέψει επιτέλους στη Σουηδία. Η Yara ήταν πανευτυχής και πολύ σύντομα, ταξίδεψε στη Στοκχόλμη για να ζήσει με τη νέα της οικογένεια.
«Όσο ήμουν μέσα στο αεροπλάνο, μετρούσα αντίστροφα: 2 ώρες, 1 ώρα, 30 λεπτά», διηγείται. Μόλις τους αντίκρυσε στο αεροδρόμιο η Yara θυμάται να ξεσπά σε κλάματα μέσα στην αγκαλιά της θείας της και των δύο ξαδερφών της, με τους οποίους ήταν ήδη φίλοι από την εποχή που ήταν μαζί στο Αφγανιστάν. «Θυμάμαι ότι έκλαψα πολύ όταν έφτασα εκεί – ήμουν τόσο χαρούμενη. Ήταν η πρώτη φορά από το 2015 που ήμουν πάλι με μέλη της οικογένειάς μου. Ήταν το πρώτο καλό πράγμα που μου συνέβη και δεν θα το ξεχάσω ποτέ».
Η Yara προσαρμόστηκε αμέσως στα δεδομένα της νέας της ζωής. «Από την αρχή ήμουν τόσο ήρεμη, αισθανόμουν τόσο καλά (σε σχέση με όσα είχα ζήσει το 2015)» αναφέρει. Ξεκίνησε αμέσως μαθήματα σουηδικών με την βοήθειά των ξάδερφών της και γράφτηκε στο τοπικό σχολείο. «Είχα μια απίστευτη ενέργεια και επιθυμία να μάθω σουηδικά, που ποτέ δεν είχα για τα ελληνικά», λέει γελώντας. «Όταν ξεκίνησα το σχολείο, κάθε μέρα γινόμουν και καλύτερη. Ήμουν πολύ περήφανη για την πρόοδό μου».
Είχε πιστέψει ότι είχε μπροστά της ένα λαμπρό μέλλον, ότι η Σουηδία την είχε «μεταμορφώσει σε μία διαφορετική Yara». «Ήμουν τόσο δραστήρια. Ήμουν έξω όλη μέρα, το πρωί στο σχολείο με φίλους και το βράδυ με τα ξαδέρφια και τη θεία μου» Λέει. «Ήμουν ένας άλλος άνθρωπος. Είχα απίστευτη ενέργεια. Αισθανόμουν ότι είχα μέλλον και ένα σκοπό στη ζωή μου».
Στην πορεία των επόμενων δύο ετών, έγιναν αρκετές προσπάθειες να νομιμοποιήσει το καθεστώς παραμονής της στη Σουηδία. Υπέβαλε αίτηση για άσυλο τρεις φορές, αλλά κάθε φορά την απέρριπταν. Πολίτης αυτής της χώρας στην ουσία αλλά χωρίς τα νομιμοποιητικά έγγραφα που το πιστοποιούν, οι αρχές έκριναν ότι η Yara δεν είχε δικαίωμα να ζήσει μόνιμα στη χώρα εξαιτίας του γεγονότος ότι η συγγένεια με την θεία της δεν ήταν πρώτου βαθμού. Αυτή η εφαρμογή του Κανονισμού του Δουβλίνου είχε ως αποτέλεσμα να της αρνηθούν το δικαίωμα επανένωσης με την μόνη οικογένεια που είχε στον κόσμο.
Η επιστολή απέλασης, που απαιτούσε την αναχώρησή της από την Σουηδία, έφτασε στα χέρια της στις αρχές του 2020, αμέσως μόλις ενηλικιώθηκε. Η χώρα που της είχε δώσει ελπίδα για μια νέα αρχή, τώρα της άρπαζε τη σανίδα σωτηρίας μέσα από τα χέρια της.
«Θυμάμαι να κλαίω απελπισμένα μέσα στο δωμάτιό μου, αρνούμενη να πιστέψω ότι δεν είναι παρά ένα κακό όνειρο» λέει. «Δεν είχα κάνει κάποιο λάθος. Κάποιοι άνθρωποι στη Σουηδία παρανομούν, εγώ όμως δεν έκανα τίποτα τέτοιο. Δεν είχα κάνει κάτι κακό. Το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι χρήσιμη πολίτης και να εργαστώ σε αυτή τη χώρα. Είχα μάλιστα υποβάλει αίτηση για δουλειά για τρεις μήνες το καλοκαίρι, αλλά δεν μου το επέτρεψαν ούτε αυτό».
Η Yara ήθελε δύο μήνες ακόμη για να τελειώσει το σχολείο και το όνειρό της ήταν να μπορέσει κάποια στιγμή να εργαστεί σε τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας, με στόχο να φροντίζει παιδιά που είχαν υποφέρει όπως κι αυτή, αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε τελικά σημασία. Φέτος, στις 20 Φεβρουαρίου, απελάθηκε πίσω στην Ελλάδα, μια χώρα που μαστίζεται ακόμα από τις επιπτώσεις της συνεχιζόμενης προσφυγικής κρίσης και στην οποία οι ασυνόδευτοι ανήλικοι συνεχίζουν να διαμένουν σε χώρους προστατευτικής φύλαξης και σε καταυλισμούς προσφύγων, εξαιτίας της απουσίας κατάλληλων δομών φιλοξενίας.
Οι εκκλήσεις για τη μετεγκατάσταση των ασυνόδευτων ανηλίκων αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με χώρες όπως το Λουξεμβούργο και τη Γερμανία οι οποίες δέχθηκαν να πάρουν κάποια παιδιά σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια, αλλά δυστυχώς ελάχιστες είναι οι χώρες που έχουν ανταποκριθεί σε αυτό το κάλεσμα.
Προς το παρόν, η Yara ζει και πάλι με την ανάδοχη οικογένεια στην οποία έμενε και στο παρελθόν και η οποία άνοιξε την αγκαλιά της αμέσως μόλις έμαθε για την απέλαση, αλλά είναι αμφίβολο ποιο θα είναι το μέλλον της στην Ελλάδα. «Προσπαθώ να ενταχθώ στην ελληνική κοινωνία, αλλά δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω» αναφέρει. «Δεν ξέρω τι να κάνω με τις σπουδές μου, με δυσκολεύει πολύ η ελληνική γλώσσα. Έχω χάσει τη διάθεσή μου και το στόχο μου».
Η πρόεδρος της ΜΕΤΑδρασης, κα Λώρα Παππά, μας είπε ότι η περίπτωσή της «είναι ένα ζωντανό παράδειγμα της αναλγησίας της Ευρώπης». «Μετά από όλα όσα υπέφερε, στερούν από αυτό το παιδί και πάλι την ελπίδα» αναφέρει στην Independent. «Είναι παντελώς ακατανόητο για εκείνη γιατί, παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειες που έκανε για να ενταχθεί και να λειτουργήσει ως ενεργός πολίτης της σουηδικής κοινωνίας, η Σουηδία αποφάσισε να την απορρίψει».
Το Γραφείο Μετανάστευσης της Σουηδίας είπε στην Independent ότι η αίτηση της Yara για άδεια παραμονής απορρίφθηκε διότι της είχε ήδη χορηγηθεί άσυλο στην Ελλάδα. «Από τη στιγμή που η απόφαση κατέστη νομικά δεσμευτική, δεν είχε κανένα νομικό δικαίωμα να παραμείνει στη Σουηδία», δήλωσε εκπρόσωπός τους. «Δεν είχε ποτέ σουηδική υπηκοότητα, αλλά της επετράπη να ζήσει εδώ και ως ανήλικη είχε το δικαίωμα να φοιτήσει στο σχολείο, όσο εξεταζόταν η αίτησή της».
Καθώς όλες οι χώρες έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με την παγκόσμια κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία του Covid-19, η προσφυγική κρίση που είχε μονοπωλήσει την παγκόσμια προσοχή το 2015, κάνει ακόμα αισθητή την παρουσία της στον καθημερινό αγώνα συνανθρώπων μας όπως η Yara.
Κατά κάποιο τρόπο, η πανδημία επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την κατάσταση για τους πρόσφυγες που επιχειρούν το επικίνδυνο ταξίδι προς την ασφάλεια – έχουν καταγραφεί 26.845 αφίξεις δια θαλάσσης μέσα στο 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, παρά τη διακήρυξη της ΕΕ ότι η μεταναστευτική κρίση στη Μεσόγειο έχει λάβει τέλος στις αρχές του περασμένου έτους – με τις αιτήσεις για άσυλο να έχουν τεθεί σε αναμονή και τις υπηρεσίες υποστήριξης να έχουν τεθεί σε αναστολή.
Με τις πρόσφατες αναφορές να εφιστούν και πάλι την προσοχή στον κίνδυνο εξάπλωσης του κορωνοϊού εξαιτίας των άθλιων συνθηκών που επικρατούν στους πολυπληθείς καταυλισμούς προσφύγων, οι ακτιβιστές ελπίζουν ότι η κρίση που έχει προκαλέσει ο Covid-19 θα ρίξει πάλι φως στους ελαττωματικούς χειρισμούς της Ευρώπης και θα εφιστήσει την προσοχή στον ελλειμματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τους πληθυσμούς που προσπαθούν να διαφύγουν από καταστάσεις εμπόλεμων συρράξεων. Το αν η κρίση αυτή θα αναδείξει έναν καλύτερο, πιο συμπονετικό κόσμο, αναμένεται να αποδειχθεί. Η ελπίδα, απ’ ότι φαίνεται, είναι η μόνη ανακούφιση.
«Ξαναγεννήθηκα στη Σουηδία», λέει η Yara. «Προσεύχομαι να μπορέσω να επιστρέψω μία μέρα».
*Τα ονόματα έχουν αλλαχθεί για να προστατευθεί η ταυτότητα των εμπλεκομένων